Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εἰ δή ποτε

  • 1 ποτέ

    1 once
    a in princ. cl., (often in conjunction with καί, otherwise within subs. phrase: exception fr. 93.)

    τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ O. 13.55

    σὺν δὲ κείνῳ καί ποτ' Ἀμαζονίδων στρατὸν καὶ Χίμαιραν ἔπεφνεν O. 13.87

    ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον οὐκ ἀτιμάσαντά νιν ἑπτάπυλοι Θῆβαι P. 9.79

    θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς P. 10.45

    καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕπετό οἱ N. 3.38

    χρυσαλακάτου ποτὲ Καλλίας ἁδὼν ἔρνεσι Λατοῦς N. 6.36

    βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε N. 6.42

    φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα N. 9.13

    καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον

    στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18

    Διομήδεα δ' ἄμβροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν N. 10.7

    ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι N. 10.25

    καί ποτ' Ἀνταίου δόμους προσπαλαίσων ἧλθ ἀνὴρ (v. l. καίτοι πότ, i. e. ποτί) I. 4.52

    ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος I. 8.65

    καί ποτε τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b.

    ὑδάτεσσι δ' ἐπ Ἀσωποῦ π[οτ ἀ]πὸ προθύρων βαρύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Pae. 6.135

    κεράιζε Τυφῶνα Ζεὺς πατὴρ ἐν Ἀρίμοις ποτέ fr. 93.
    b within rel. cl.

    ἐλαίας, τάν ποτε ἔνεικεν Ἀμφιτρυωνιάδας O. 3.13

    ( ἔλαφον)

    ἅν ποτε Ταυγέτα ἔγραψεν ἱεράν O. 3.29

    ( αἶνος)

    ὃν ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ, ἐπεὶ O. 6.13

    ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν, ἔνθα ποτὲ βρέχε θεῶν βασιλεὺς O. 7.33

    ἔνθα Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν ἑπτὰ παῖδας O. 7.71

    τὸ δή ποτε Λυδὸς ἥρως Πέλοψ ἐξάρατο O. 9.9

    ( ὥρα)

    ἅ ποτε θάνατον ἆλκε O. 10.104

    ὃς τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος ἦ πόλλ' Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.63

    τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.16

    οἶος ἐὼν θρέψεν ποτὲ Ἀσκλαπιόν P. 3.5

    στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74

    ( Πυθῶνι)

    ἔνθα ποτὲ χρῆσεν P. 4.4

    ( ἔπος)

    Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ P. 4.10

    “( ὄρνις) τόν ποτε δέξατP. 4.20 “( υἱὸς) τόν ποτ' Εὐρώπα τίκτεP. 4.46 τὸν μὲν πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματι Φοῖβος ἀμνάσειP. 4.53 ἀρχαίαν κομίζων τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν τιμάνP. 4.107θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων εὔθυνεP. 4.152 τῷ ποτ' ἐκ πόντου σαώθηP. 4.161

    τά ποτ' ἐν οὔρεσι P. 6.21

    λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Οἰκλέος παῖς αἰνίξατο P. 8.39

    Κυράνας· τὰν ὁ χαιτάεις ποτε Λατοίδας ἅρπασ P. 9.5

    ὅν ποτε Κρέοισ' ἔτικτεν P. 9.15

    παρ' οἶς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31

    τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε P. 12.6

    σὺν ᾧ ποτε

    Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε N. 4.25

    τὸν κροπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ (Hermann: ὁ σὸς ἀείσεται, παῖ codd.: ἀείσεται, παῖ, ὁ σός Mommsen) N. 4.90

    τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο N. 5.9

    ( θεός)

    ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ N. 8.18

    ( φιάλαισι)

    ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52

    παῖδα, θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες I. 1.13

    θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν ΝεμέᾳI. 6.48

    ταί μιν ῥύοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα I. 8.54

    χθόνα τοί ποτε πέμψαν Pae. 4.42

    ]ποτ' εἶδεν ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ ἀνέῤ” (ἅν ]ποτ supp. G-H.) Πα. 8A. 18.

    οἶά ποτε Θήβᾳ[ Pae. 18.8

    τόν ποτε[ Πα. 22. b. 9. ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν [φ]άμα Δ. 2. 2. τόν ῥα Τέρπανδρός ποθ ὁ Λέσβιος εὗρεν fr. 125. 1. Ὀρχομενῶ ἔνθα ποτε[ ?fr. 333a. 9.
    c in quasi rel. cl., c. part., simm.

    τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκιστὴρ O. 7.30

    τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν νᾶσον (Boeckh: ἅν ποτε codd.) P. 4.258

    κίχε νιν λέοντί ποτ' εὐρυφαρέτρας ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν ἄτερ ἐγχέων ἑκάεργος Ἀπόλλων P. 9.26

    d in subord. cl.

    ὅτε τε μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο P. 2.33

    ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἶον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον P. 9.112

    e modifying adv.

    ὅτι πρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν O. 10.31

    2 ever
    a c. neg.
    I in princ. cl.

    ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27

    ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.49

    οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν N. 3.39

    οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41

    τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102

    εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος N. 8.35

    οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.39

    μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν I. 2.44

    II c. inf.

    οὐδέ ποτ' ἐκλείψειν γενεάν O. 6.51

    παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι αἰχμᾶς O. 9.77

    μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον P. 6.26

    b in subord. indef. cl.
    I conditional

    διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον P. 4.266

    εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσαςI. 6.42
    II rel.

    οἷς ποτε πρώτοις περὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν ποτιστάξῃ Χάρις μορφάν O. 6.76

    3 referring to fut., some dayφαμὶ γὰρ τᾶσδ' ἐξ ἁλιπλάκτου ποτὲ γᾶς Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαιP. 4.14

    ἀλλ' εὔχεται ποτὲ οἶκον ἰδεῖν P. 4.293

    Lexicon to Pindar > ποτέ

  • 2 πότε

    πότε, [dialect] Ion. [full] κότε, [dialect] Dor. [full] πόκα Theoc.4.7, al.:—interrog. Particle used in direct and indirect questions,
    A when? at what time? Il.19.227, Od.4.642;

    πότ' εἰ μὴ νῦν..; A.Th. 101

    (lyr.), cf. Ch. 394 (lyr.); πότ' ἆρα; = πότε with

    ἆρα 1.4

    or 11, E. Ion 563;

    πότε δή; A.Ch. 720

    (lyr.);

    ἐς πότε λήξει; S.Aj. 1185

    (lyr.);

    ἐκ πότε.. ἤρξασθε SIG832.9

    (Astypalaea, ii A. D.).
    II indef. [full] ποτε ([dialect] Att., also Arc. in

    οὔποτε IG5(2).343.48

    ,66 (Orchom., iv B. C.), οὔτε ποτέ Tab.Defix. in Philol. 59.201, and Cypr. in

    μήποτε Inscr.Cypr.144H.

    ), [dialect] Ion. [full] κοτε, [dialect] Dor. [full] ποκα, [dialect] Aeol. [full] ποτα Sapph.1.5, enclit. Particle:
    1 at some time or other, at some time,

    τάχ' ἄν ποτε θυμὸν ὀλέσσῃ Il.1.205

    , cf. Od. 2.76, etc.; π. καὶ ἄλλοτε at certain other times, X.An.6.4.12, Arist. Po. 1451a9, Luc.Herm.24.
    2 in hypoth. clauses, questions, etc., at any time, ever, S.Aj. 755, 1133;

    εἴ κοτε Call.Aet.Oxy.2080.69

    ; cf. εἴ ποτε: also with relatives (cf. δήποτε)

    , Ζεὺς ὅστις ποτ' ἐστίν A.Ag. 160

    (lyr.), etc.; ὅποι ποτέ, ὅπου π., etc., S.Ph. 780, Aj. 194 (lyr.), etc.; after πω, πη, v. πώποτε, πήποκα: very freq. with negatives, οὔτε ποτ' .. Il.1.226;

    οὐδέ ποτ' Hes.Th. 759

    ;

    οὐδέν ποτ' ἄλλο A.Ch.16

    ;

    οὐδεὶς ἐρεῖ ποθ' S.Aj. 481

    ;

    οὐκ ἂν δή ποτε Il.19.271

    , etc.;

    τοῦτο μὴ δόξῃς ποτέ S.Ant. 762

    , cf. 648, 750, etc.; cf. οὔποτε, μήποτε, οὐδέποτε, μηδέποτε, οὐπώποτε, μηπώποτε.
    3 in correl. clauses it stands first, with accent,

    ποτὲ μὲν.., ποτὲ δὲ..

    at one time.., at another..,

    Pl. Tht. 170c

    (s. v. l.), Plb.4.38.6, etc.;

    ποτὲ μὲν.., αὖθις δὲ.. Pl.R. 560a

    ;

    ποτὲ.., τοτὲ δ' οὔ Id.Tht. 192d

    ;

    ποτ' εἶχε.., εἶτά γε νῦν D.36.50

    ;

    ποτὲ μὲν.. νῦν δέ Luc.DMort.11.1

    ; ποτὲ δὲ.., without any preceding Part., Thphr.Char.9.7 (dub.).
    III of some unknown point of time,
    1 in ref. to the past, once,

    ὅν ποτ' Ἀθήνη θρέψε Il.2.547

    , etc.; οὕς ποτ' ἀπ' Αἰνείαν ἑλόμην, of the day before, 8.108 (v. Sch.), cf. 14.45;

    ἤδη π. 1.260

    , S.Aj. 1142, Ar.Nu. 346, Ra. 931;

    ποτ' ἤδη A.Eu.50

    ;

    πρόσθε πού ποτ' S.OC 1549

    ;

    χρόνῳ ποτ' Id.Ant. 303

    ; esp. in telling a story, once upon a time,

    οὕτω ποτ' ἦν μῦς καὶ γαλῆ Ar.V. 1182

    , cf. Pl. Phdr. 237b: with historic [tense] pres., S.OT 715, E.El. 416, Ba.2: with a Subst.,

    εἰς τήν π. φιλίαν And.3.22

    ;

    τυράννου.. πάλαι π. S.OT 1043

    , cf.Ph. 677 (lyr.), Tr. 555.
    b at length,

    μόγις δή κοτε εἶπε Hdt.1.116

    ;

    μόγις οὖν π. Pl.Prt. 314e

    , etc.;

    ὀψὲ γοῦν π. Hierocl. in CA27p.484M.

    2 in ref. to the future, at some time,

    καί π. τοι.. παρέσσεται.. δῶρα Il.1.213

    , cf. 240, S.OC 386, Ant. 912, etc.: also to denote earnest expectation, at length,

    εὔχεταί π. οἶκον ἰδεῖν Pi.P.4.293

    ;

    ἔμελλον ἄρα παύσειν π. Ar.Ra. 268

    ; esp. with imper.,

    μέθες π.

    dimitte tandem aliquando,

    S.Ph. 816

    ; τείσασθ', ἀλλὰ τῷ χρόνῳ π. ib. 1041, etc.;

    ὀψέ π. Jul.Or.1.31d

    .
    3 with intensive force, in questions, τίς ποτε; who in the world?

    τίνες ποτ' ἐστέ; A.Eu. 408

    , cf. S.Ph. 220, etc.; τί ποτ' ἐστὶ τοῦτο τὸ πάθος what it can possibly be, Pl.Tht. 187d;

    οὐκ ἐξερεῖς ποτε; S.OT 335

    , cf. 754, Aj. 1290, etc.; to strengthen ἀεί, ἀεί ποτε from all time, always in the past,

    ἀεί ποτε ζῇ ταῦτα Id.Ant. 456

    , cf. Aj. 320, Th.6.82, al., D.C.42.5;

    ἀεὶ δή π. Th.1.13

    , 8.73.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πότε

  • 3 ποτέ

    ποτέ enclitic particle (Hom. et al.; pap, LXX, TestSol, TestAbr,TestJob, JosAs, GrBar; ApcEsdr 4:33 p. 29, 9 Tdf.; ApcMos; apolog. [Mel., P. 37, 253 al.])
    pert. to generalization of time, at some time or other of the past once, formerly (Jos., Bell. 7, 112; Mel.) J 9:13; Ro 7:9; 11:30 (on ποτὲ … νῦν [νυνί] δέ, s. νῦν 1aβג); Gal 1:13, 23; Eph 2:2f al.; B 7:9; MPol 8:1; EpilMosq 3; Papias (2:3).—Of the future (Appian, Bell. Civ. 3, 63 §257=at last; Jos., Bell. 5, 19; Just., D. 65, 2) σύ ποτε ἐπιστρέψας when once you (will) have turned Lk 22:32; Hm 9, 7.—ποτὲ μὲν … ποτὲ δέ now … now, at times … at times (X., Mem. 4, 2, 32; Pla., Theaet. 170c; Diod S 1, 32, 2; 2, 59, 5; Wsd 16:18f; TestSol; GrBar 3:5; ApcEsdr 4:33; Ar. 7, 2; Just., A I, 14, 1 al.) B 10:7; GJs 17:2. Finally, at last MPol 8:1. On ἤδη ποτέ now at last Ro 1:10; Phil 4:10; 2 Cl 13:1 s. ἤδη 2.—After negatives ever οὐ … ποτέ notever, never 2 Pt 1:21; AcPlCor 1:4. οὔτε … ποτὲ … οὔτε 1 Th 2:5; IRo 2:1. MPol 17:2. μήτε … ποτὲ B 16:10. οὐδείς ποτε Eph 5:29 (X., Mem. 1, 4, 19 μηδέν ποτε). οὐ μὴ … ποτέ 2 Pt 1:10. On μή ποτε s. μήποτε; on δή ποτε s. δήποτε. In rhetorical questions that expect a neg. answer τίς … ποτέ; 1 Cor 9:7. Cp. Hb 1:5, 13; Dg 8:1.
    indicating a supposition, presumably ἐν τῇ φιλοξενίᾳ εὑρίσκεται ἀγαθοποίησίς ποτε Hm 8:10. Cp. Hs 6, 5, 4 v.l.
    pert. to generalizing, ever after relatives (ὅπου ποτέ Just., D., 127, 2) ὅσοι ποτέ whatever, whoever Hs 9, 6, 7; 9, 28, 3. On ὁποῖοί ποτε ἦσαν Gal 2:6 s. ὁποῖος and cp. Epict. 2, 20, 5 τίνες ποτέ; οἱ Ἀκαδημαϊκοὺς αὑτοὺς λέγοντες=who are they then? Those who call themselves Academics? Demetr.: 722 Fgm. 1, 14 διὰ τί ποτε; ‘why, in the world?’—On τί δή ποτε Dg 1 s. δήποτε.—DELG s.v. πο-A. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ποτέ

  • 4 πότε

    πότε
    when? at what time?
    indeclform (interrog)
    πότος
    drinking-bout: masc voc sg
    ποτε, ποτέ
    enclitic indeclform (particle)

    Morphologia Graeca > πότε

  • 5 πότε

    Grammatical information: interr. adv.
    Meaning: `when ?'; indef. ποτε, ποτέ etc. `at some time' (Il.).
    Other forms: Att. Arc. Cypr.; Ion. κότε, Aeol. πότα, Dor. πόκα.
    Origin: IE [Indo-European] [644] * kʷo- `which?'
    Etymology: From the pron.stem πο- with various part.; s. πόθεν and ὅτε. Here prob. also τίπτε; s. v.
    Page in Frisk: 2,586

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πότε

  • 6 πότε

    πότε interrog. adv. of time (Hom.+) when(?) predom. in direct questions, but also in indirect: Mt 24:3 (perh. indir.); 25:37–39, 44; Mk 13:4 (perh. indir.), 33 (indir.), 35 (indir.); Lk 12:36 (indir.); 17:20 (indir.); 21:7; J 6:25; 2 Cl 12:2 (indir.; apocryphal saying of Jesus); B 12:1 (prophetic quot. of uncertain orig.); Hv 1, 1, 7; 3, 6, 6; AcPl Ha 6, 17. Elliptic (indir.) εἴρηκεν πότε he has told (us) when (it will happen) B 6:19. ἕως π.; (LXX; ApcSed 12:1.—Jos., Ant. 2, 309 ἄχρι π.) how long?, lit. until when? Mt 17:17ab; Mk 9:19ab; Lk 9:41; J 10:24; Rv 6:10; GJs 2:2; Hv 3, 6, 5. ἀπὸ πότε since Mk 8:2 D (B-D-F §203).—DELG s.v. πο-A. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πότε

  • 7 ποτέ

    ποτε, ποτέ
    enclitic indeclform (particle)
    ποτός
    drunk: masc voc sg

    Morphologia Graeca > ποτέ

  • 8 ποτε

    ποτέ
    enclitic indeclform (particle)

    Morphologia Graeca > ποτε

  • 9 πότε

    πότε: interrog. adv., when? at what time?

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πότε

  • 10 ποτέ

    ποτέ: enclitic indef. adv., at some time, once, some day.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ποτέ

  • 11 ποτε

    + 1-4-1-4-14=24 Dt 1,46; Jos 5,4(bis); 22,28; 2 Sm 11,25
    ever, at any time Dt 1,46
    ποτὲ μὲν..., ποτὲ δὲ... at one time..., at another... Wis 16,18-19

    Lust (λαγνεία) > ποτε

  • 12 πότε

    + D 2-5-7-31-2=47 Gn 30,30; Ex 8,5; JgsA 5,13; 1 Sm 1,14; 2 Sm 2,26
    when? Gn 30,30
    ἕως πότε how long 1 Sm 1,14

    Lust (λαγνεία) > πότε

  • 13 ποτέ

    1) ever
    2) never

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ποτέ

  • 14 πότε

    when

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πότε

  • 15 πότε-

    occasionally

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πότε-

  • 16 οὔ ποτε

    οὔ ποτε or [full] οὔποτε, [dialect] Dor. [full] οὔποκα Epich.170, Call.Lav.Pall.5,59: Adv.:—
    A not ever, never, Hom. and [dialect] Att. (Ar.Eq. 1289, Pl.Phdr. 245c, Lib.Ep.1347.2, etc.): joined as well with [tense] fut. as with [tense] pres. and past tenses, Il.1.234, 10.164, al.: sts. with one or more words between οὐ and ποτέ, Il.1.163,4.48, etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὔ ποτε

  • 17 ὅπως ποτέ

    A how ever, D.18.269, D.H.1.11.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὅπως ποτέ

  • 18 πότ'

    πότε, πότε
    when? at what time?
    indeclform (interrog)
    πότα, πότης
    drinker: masc voc sg
    πότα, πότης
    drinker: masc nom sg (epic)
    πότι, πότης
    drinker: fem voc sg
    πόται, πότης
    drinker: masc nom /voc pl
    πότᾱͅ, πότης
    drinker: masc dat sg (doric aeolic)
    πότι, πότις
    one who drinks hot drinks: fem voc sg
    πότε, πότος
    drinking-bout: masc voc sg
    ποτᾰ, ποτέ
    aeolic (enclitic indeclform particle)
    ποτε, ποτέ
    enclitic indeclform (particle)

    Morphologia Graeca > πότ'

  • 19 πόκα

    πότε
    when? at what time?
    doric (indeclform interrog)
    ποκα, ποτέ
    doric (enclitic indeclform particle)

    Morphologia Graeca > πόκα

  • 20 κοτε

    ποτέ
    ionic (enclitic indeclform particle)

    Morphologia Graeca > κοτε

См. также в других словарях:

  • πότε — when? at what time? indeclform (interrog) πότος drinking bout masc voc sg ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτέ — και ποτές επίρρ. χρον., σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε: Ποτέ δεν ήρθε στην ώρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποτέ — ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) ποτός drunk masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτε — ποτέ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότε — Ν ΜΑ, και ιων. τ. κότε και δωρ. τ. πόκα και αιολ. τ. πότα Α Ι. (ως ερωτ. χρον. μόριο σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. σε ποια χρονική στιγμή, κατά ποιο χρόνο ή σε ποια περίπτωση; (α. «πότε έρχεται το αεροπλάνο;» β. «πότε θα φύγει;» γ. «πότε… …   Dictionary of Greek

  • ποτέ — ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. κοτέ και δωρ. τ. ποκά και αιολ. τ. ποτά Α νεοελλ. (ως επίρρ.) 1. α) (χρον. και με αρνητική σημ.) ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε άλλη μέρα, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («δεν θα τόν ξαναδώ ποτέ») β) (προκειμένου …   Dictionary of Greek

  • πότε — επίρρ. χρον. ερωτ. 1. σε ποιο χρόνο ή περίπτωση: Πότε θα φύγεις; 2. επίρρ. χρον., κάποτε: Πότε πότε μας επισκέπτεται. 3. άλλοτε: Πότε μας χαιρετά και πότε μας βρίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τί ποτε — και επικ. συγκεκομμένος τ. τίπτε Α (ερωτ.) 1. τί άραγε, τί τάχα («τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον; ὡς οὐ μανθάνω», Σοφ.) 2. γιατί τάχα («τέκνον, τίπτε λιπὼν πόλεμον θρασὺν εἰλήλουθας;», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τί ποτε. Ο τ. τίπτε < τί ποτε με συγκοπή …   Dictionary of Greek

  • ού ποτε — οὔ ποτε ή οὔποτε και δωρ. τ. οὔποκα (Α) επίρρ. ποτέ, καμιά φορά …   Dictionary of Greek

  • Οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. — οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. См. Не снилось …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • όπως ποτέ — ὅπως ποτέ (Α) επίρρ. εν τούτοις, ωστόσο («ἀλλ ὅπως ποθ ὑπείλημμαι περὶ τούτων ἀρκεῑ μοι», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»